καλικάντζαρος

καλικάντζαρος
και καλλικάντζαρος και καλιτσάγγαρος και καρκάντζαρος και καρτσάγγαρος, ο
(λαογρ.) δαιμόνιο, κακό πνεύμα που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία εμφανίζεται κατά το δωδεκαήμερο, δηλ. κατά το χρονικό διάστημα από τα Χριστούγεννα ώς τα Θεοφάνεια και εξαφανίζεται με τον αγιασμό τών υδάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες. Πιθ. καλικάντζαρος < καλκάντζαρος (με ανάπτυξη ενός -ι- για ευκολότερη προφορά τού συμφωνικού συμπλέγματος -λκ- < καρκάντζαρος, με τροπή του -ρ- σε -λ- (πρβλ. φούρκα > φούλκα)
ο τ. καρκάντζαρος < καρκάτζι «ξηρό, καμένο, ισχνό», με ανάπτυξη -ν- προ τού συμπλέγματος -τζ- και μεγεθυντική κατάλ. -αρος (πρβλ. παίδ-αρος). Ως βάση τής ερμηνείας αυτής θεωρήθηκε η σημ. τού καρκάτζι λόγω τής στενής σχέσεως τών καλικαντζάρων με τη φωτιά, την εστία, τη στάχτη κ.λπ. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. καλικάντζαρος < καλίκι (< caliga «είδος υποδήματος») + άντζα «κνήμη». Η ερμηνεία αυτή βασίζεται στο είδος τών υποδημάτων τών καλικαντζάρων, όπως αυτά περιγράφονται σε διάφορες λαϊκές παραδόσεις. Ο Ν. Γ. Πολίτης θεώρησε αρχικό τ. τον καλικοτσάγγαρο (< καλίκι + τσαγγί «είδος υποδήματος»), από τον οποίο προήλθε ο καλιτσάγγαρος, με συγκοπή. Η υπόθεση αυτή όμως δεν ερμηνεύει τον τ. καλικάντζαρος. Κατ' άλλους, τέλος, ο τ. καλλικάντζαρος προέρχεται από καλός + κάνθαρος (το καλός χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν)
η υπόθεση τής λ. κάνθαρος ως β' συνθετικού ενισχύεται, σύμφωνα με την ίδια άποψη, αφ' ενός μεν από παράλληλους τ. κάντσαρος, κάντζαρος και αφ' ετέρου από το ότι οι καλικάντζαροι συσχετίζονται από τον λαό με τους κανθάρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλικάντζαρος — ο θηλ. ού και ίνα (λαογρ.), δαιμόνιο (κακό πνεύμα) που εμφανίζεται, όπως πιστεύει ο λαός, κατά το Δωδεκαήμερο, κακανθρώπισμα, τσιλικρωτό, παγανό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρκάντζαλος — ο και καρκαντζέλι, το καλικάντζαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρικάντζαλος (με αντιμετάθεση τών λ ρ και σίγηση τού προτονικού ι ) < καλικάντζαρος] …   Dictionary of Greek

  • Fasoulis — (griechisch Φασουλής, auch Fasulis transkribiert) bezeichnet die komische Hauptfigur einer griechischen Form des Puppentheaters und auch diese Form des Puppentheaters. Etwa zur gleichen Zeit wie das Karagiozis Schattentheater aus dem… …   Deutsch Wikipedia

  • αναθεμάτος — ο 1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος 2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον (πρβλ. «κάμε δουλειά καμουλειά καλειά, κακό χρόνο να χει κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • καλλικάντζαρος — ο βλ. καλικάντζαρος …   Dictionary of Greek

  • κατσικάς — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 490 μ., 2.871 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 6 χλμ. Ν των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παμβώτιδος. * * * ο [κατσίκα] 1. κατσικάρης 2. καλικάντζαρος* …   Dictionary of Greek

  • κατσικοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια κατσίκας, τραγοπόδαρος 2. (σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπων) αυτός που έχει πολύ ισχνές κνήμες 3. το αρσ. ως ουσ. ο κατσικοπόδαρος α) ο καλικάντζαρος β) ο διάβολος 4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κατσικοπόδαρος, η… …   Dictionary of Greek

  • λυκοκάντζαρος — ο άλλη ονομασία τού καλικάντζαρου, η οποία επιχωριάζει στη Μεσσηνία και στην Κυνουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λέξεων λύκος και καλικάντζαρος ή κάνθαρος] …   Dictionary of Greek

  • σιφώτης — και σιβώτης, ο, Ν ο καλικάντζαρος …   Dictionary of Greek

  • κατσικοπόδαρος — η, ο 1. καλικάντζαρος. 2. σατανάς, διάβολος. 3. άνθρωπος που φέρνει κακοτυχία, γρουσούζης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”